τροχηλάτης

τροχηλάτης
τροχηλάτης
charioteer
masc nom sg
τροχηλατέω
drive a chariot
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τροχηλάτης — ὁ, Α 1. αρματηλάτης, ηνίοχος 2. φρ. «τροχηλάτης ἵππος» άλογο κατάλληλο για αρματοδρομίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. αμαξ ηλάτης, κωπ ηλάτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • τροχηλάτην — τροχηλάτης charioteer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτῃ — τροχηλάτης charioteer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλάτας — τροχηλάτᾱς , τροχηλάτης charioteer masc acc pl τροχηλάτᾱς , τροχηλάτης charioteer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχηλασία — ἡ, Α [τροχήλατης] 1. η ενέργεια τού τροχηλατῶ*, οδήγηση άρματος, αρματηλασία 2. μτφ. το ευμετάβλητο τής ανθρώπινης ζωής …   Dictionary of Greek

  • τροχηλατώ — έω, Α [τροχηλάτης] (ποιητ. τ.) 1. τρέχω ή καταδιώκω κάποιον καθισμένος πάνω σε άρμα 2. μτφ. οδηγώ κάποιον εδώ κι εκεί …   Dictionary of Greek

  • τροχηλάτου — τροχήλατος wheel drawn masc/fem/neut gen sg τροχηλάτης charioteer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”